πούλβερη

πούλβερη
η
(λ., λατ.), σκόνη: Έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πούλβερη — και πύλβερη και μπούλμπερη και πούρμπερη η, Ν 1. η σκόνη 2. μτφ. η πυρίτιδα, το μπαρούτι 3. φρ. «έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός» λέγεται για κάποιον ή κάτι που εξαφανίστηκε, που χάθηκε ή που καταστράφηκε ακαριαία και ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μπούλμπερη — η βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

  • πούρμπερη — η, Ν βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

  • πύλβερη — ἡ, Ν βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”